- ἀφανιστής
- ἀφανιστήςdestroyermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφανιστής — ο (AM ἀφανιστής) [αφανίζω] καταστροφέας, εξολοθρευτής … Dictionary of Greek
ἀφανισταῖς — ἀφανιστής destroyer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανισταί — ἀφανιστής destroyer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανιστοῦ — ἀφανιστής destroyer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανιστήν — ἀφανιστής destroyer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανιστά — ἀφανιστά̱ , ἀφανιστής destroyer masc nom/voc/acc dual ἀφανιστής destroyer masc voc sg ἀφανιστής destroyer masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφανιστάς — ἀφανιστά̱ς , ἀφανιστής destroyer masc acc pl ἀφανιστά̱ς , ἀφανιστής destroyer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταποντιστής — καταποντιστής, ὁ (Α) [καταποντίζω] 1. (για τους πειρατές) αυτός που ρίχνει στη θάλασσα, αυτός που καταποντίζει, που πνίγει 2. μτφ. καταστροφέας, αφανιστής 3. ως επίθ. αυτός που προξενεί καταπόντιση («καταποντιστὴς ἄνεμος») … Dictionary of Greek
κοσμοκτόνος — κοσμοκτόνος, ὁ (Μ) ο αφανιστής τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. αδελφο κτόνος, τυραννο κτόνος] … Dictionary of Greek
λυμαντήρ — λυμαντήρ, ῆρος, ὁ (A) [λυμαίνω] αφανιστής, καταστροφέας, λυμεώνας … Dictionary of Greek